επαληθευτικός

επαληθευτικός
η , ό[ν]
1) проверочный, контрольный; 2) подтверждающий, устанавливающий истинность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επαληθευτικός" в других словарях:

  • επαληθευτικός — ή, ό [επαλήθευση] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει για επαλήθευση …   Dictionary of Greek

  • επαληθευτικός — ή, ό που επαληθεύει κάτι, που το αποδείχνει ως αληθινό, εξακριβωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραστατικός — ή, ό / παραστατικός, ή, όν, ΝΑ [παραστάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην παράσταση ή που έχει γίνει με τη βοήθεια προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική διδασκαλία») 2. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να παριστάνει, να… …   Dictionary of Greek

  • επιβεβαιωτικός — ή, ό επίρρ. ά που επιβεβαιώνει, που γίνεται ή χρησιμεύει για επιβεβαίωση, επαληθευτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»